- εἴκελος
- εἴκελος (ϝεικ., ἔοικα): like, τινί. Cf. ἴκελος.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
είκελος — εἴκελος, η, ον (Α) όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ομηρ. είκελος εμφανίζει παράλληλο τύπο ίκελος* «όμοιος» που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *weik «αληθεύω, ομοιάζω» τών ρημάτων εικάζω*, έοικα*. Το ει τού τύπου είκελος ερμηνεύεται είτε ως αναλογικός σχηματισμός προς… … Dictionary of Greek
εἵκελος — εἴκελος , εἴκελος like masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴκελος — like masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκέλω — εἴκελος like masc/neut nom/voc/acc dual εἴκελος like masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκέλως — εἴκελος like adverbial εἴκελος like masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴκελον — εἴκελος like masc acc sg εἴκελος like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκέλη — εἴκελος like fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκέλην — εἴκελος like fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκέλους — εἴκελος like masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴκελα — εἴκελος like neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴκελαι — εἴκελος like fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)